- πρωτοβολώ
- -έω, ΜΑ [πρωτοβόλος]μσν.(ιδίως για ζώα) αποβάλλω, αλλάζω τα πρώτα μου δόντιααρχ.1. ρίχνω κάτι πρώτος2. (για φυτά) εκφύω τους πρώτους κάλυκες, τα πρώτα άνθη ή παράγω τους πρώτους καρπούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτογεννώ — πρωτογεννῶ, άω, ΝΑ νεοελλ. (για πρόσ. και ζώα) γεννώ για πρώτη φορά αρχ. ρίχνω κάτι πρώτος, πρωτοβολῶ. * [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γεννῶ] … Dictionary of Greek